διαιρετός

διαιρετός
η , ό[ν] делимый;

διαιρετός σε ( — или διά τού) πέντε — делимый на пять


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διαιρετός" в других словарях:

  • διαιρετός — divided masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετός — ή, ό (AM διαιρετός, ή, όν) [διαιρώ] 1. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί ή να κατατμηθεί 2. το ουδ. ως ουσ. το διαιρετόν η διαιρετότητα αρχ. 1. αυτός που έχει διαιρεθεί, ο χωρισμένος σε μέρη 2. ο διαμοιρασμένος, ο διανεμημένος 3. ο ευδιάκριτος νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • διαιρετός — ή, ό αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, να χωρισθεί: Άρτιοι ονομάζονται οι αριθμοί που είναι διαιρετοί με το δύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαιρετά — διαιρετός divided neut nom/voc/acc pl διαιρετά̱ , διαιρετός divided fem nom/voc/acc dual διαιρετά̱ , διαιρετός divided fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετόν — διαιρετός divided masc acc sg διαιρετός divided neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρεταῖς — διαιρετός divided fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρεταί — διαιρετός divided fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετοῖς — διαιρετός divided masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετοί — διαιρετός divided masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετοῦ — διαιρετός divided masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετούς — διαιρετός divided masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»